- τοσόσδε
- και επικ. τ. τοσσόσδε, -ήδε, -όνδε, Α1. τόσος ακριβώς ή τόσος περίπου (α. «τοσόνδε μέντοι χάρισαί μοι», Πλάτ.β. «τοιόνδε τοσόνδε τε λαὸν Ἀχαιῶν», Ομ. Ιλ.)2. το ουδ. εν. ως ουσ. τo τοσ(σ)όνδεη ποσότητα3. (το ουδ. με γεν. ως ουσ.) τόσο μέρος, τόσο τμήμα («εἰς τοσόνδε τοῡ χρόνου», Σοφ.)4. (η αιτ. εν. ουδ. ως επίρρ.) τοσ(σ)όνδετόσο5. (σχετικά με χρόνο) τόσο πολύ («τοσόνδ' ὅσονπερ οὗτος ἦν ὑπ' Ἰλίῳ», Αισχύλ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < τόσος / τόσσος + δεικτικό εγκλιτικό μόριο δε* (Ι) (πρβλ. ὅ-δε). Η λ. απαντά και στη Μυκηναϊκή με τη μορφή tosode].
Dictionary of Greek. 2013.